- πωρώδης
- πωρώδηςlikemasc/fem acc pl (attic epic doric)πωρώδηςlikemasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)πωρώδηςlikemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωρώδης — ῶδες, Α [πῶρος] 1. ο όμοιος με πώρο 2. φρ. «πωρώδης λίθος» ιατρ. πέτρα στους νεφρούς («παχύνονται δέ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῡτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πωρώδεις λίθοι συνίστανται», Γαλ.) … Dictionary of Greek
πωρωδέστερον — πωρώδης like adverbial comp πωρώδης like masc acc comp sg πωρώδης like neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώδη — πωρώδης like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πωρώδης like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πωρώδης like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώδεις — πωρώδης like masc/fem acc pl πωρώδης like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώδους — πωρώδης like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικονδυλοπωροφίλα — ἡ, Α (κωμική λ. για την ποδάγρα) αυτή που αγαπά τα οστέινα εξογκώματα στις αρθρώσεις τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κόνδυλος «αρμός δακτύλων» + πῶρος «πωρώδης σύσταση, εξόγκωμα στις αρθρώσεις» + φίλος] … Dictionary of Greek
πωροειδής — ές, Α πωρώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ειδής*] … Dictionary of Greek
πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… … Dictionary of Greek
Αίτνα — I Ενεργό ηφαίστειο της νότιας Ιταλίας, του οποίου ο κώνος (3.340 μ.) υψώνεται κοντά στην ανατολική ακτή της Σικελίας, Β ΒΔ της Κατάνης. Οι διαδοχικές εκρήξεις του έχουν δημιουργήσει πολλούς ηφαιστειακούς κρατήρες, από τους οποίους διατηρούνται… … Dictionary of Greek